- μυδῶσα
- μυδάωto be damppres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυδώσας — μυδώσᾱς , μυδάω to be damp pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) μυδώσᾱς , μυδάω to be damp pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών … Dictionary of Greek